- γονίδι
- τοαβγά και προνύμφες μελισσών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γονίδι — το [γόνος] 1. σμήνος από νεαρές μέλισσες, σμάρι 2. γόνος ψαριών … Dictionary of Greek
σμάρι — Ημιορεινός οικισμός (374 κάτ., υψόμ. 320 μ.), στην επαρχία Πεδιάδας του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στα βορειοδυτικά του Καστελλίου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (12 τ. χλμ., 374 κάτ.). * * * το, Ν 1. νέο σμήνος μελισσών, γονίδι, γόνος 2.… … Dictionary of Greek